Είναι μερικά από τα ερωτήματα, στα οποία δίνει απαντήσεις η πανελλαδική έρευνα που πραγματοποίησε το Ίδρυμα Αριστείδης Δασκαλόπουλος, καταγράφοντας την άποψη των καταναλωτών για τις ετικέτες των τροφίμων, αλλά και το επίπεδο πληροφόρησης που υπάρχει στα συσκευασμένα προϊόντα.
Η έρευνα έγινε σε συνεργασία με την εταιρεία tnsicap σε αντιπροσωπευτικό δείγμα 1.200 ατόμων, ηλικίας 15-65 ετών.
Τα αποτελέσματα της έρευνας θα παρουσιαστούν σε ειδική ημερίδα, στην οποία θα συμμετέχουν επιστήμονες από όλους τους εμπλεκόμενους με την επισήμανση των τροφίμων φορείς (Ευρωπαϊκή Ένωση, κρατικοί φορείς-ΕΦΕΤ, Γενικό Χημείο του Κράτους-, βιομηχανία τροφίμων, μικρομεσαίες επιχειρήσεις, καταναλωτικές οργανώσεις, σύλλογος διαιτολόγων).
Ας δούμε όμως αναλυτικά τα κυριότερα συμπεράσματα της έρευνας:
Διαβάζουν οι Έλληνες καταναλωτές τις ετικέτες των τροφίμων, ειδικά στην περίπτωση που αλλάζουν μάρκα ή αγοράζουν ένα προϊόν για πρώτη φορά;
Δυστυχώς τα ευρήματα της έρευνας έδειξαν ότι ένα μεγάλο ποσοστό (44%) δεν τις διαβάζουν ποτέ ή τις διαβάζουν μερικές φορές. Το ποσοστό αυτό είναι ιδιαίτερα υψηλό αν λάβουμε υπόψη μας ότι είναι αναμενόμενο να διαβάζει κάποιος την ετικέτα τουλάχιστον την πρώτη φορά που αγοράζει ένα προϊόν ή όταν αλλάζει μάρκα. Για ποιους λόγους δεν τις διαβάζουν;
Οι κύριοι λόγοι που δεν διαβάζουν τις ετικέτες είναι επειδή: θεωρούν ότι δεν τους αφορούν (45%), δεν έχουν τον απαιτούμενο χρόνο (31%) και δεν τις καταλαβαίνουν (17%).
Τι προσέχουν περισσότερο στις ετικέτες;
Την παράσταση έκλεψε η ημερομηνία λήξης, αφού 7 στους 10 ερωτηθέντες δήλωσαν ότι την διαβάζουν. Παρόλο, όμως, που αποτελεί το δημοφιλέστερο και πιο αναγνωρίσιμο στοιχείο μιας ετικέτας τροφίμων, από την έρευνα προκύπτει ότι δεν την κατανοούν και τόσο καλά.
Σε ειδικότερη ερώτηση σχετικά με το αν υπάρχει διαφορά μεταξύ της ημερομηνίας λήξης και της ένδειξης «ανάλωση κατά προτίμηση πριν από…», μόλις 4 στους 10 δήλωσαν ότι υπάρχει διαφορά και από αυτούς το 42% είτε έδωσαν λάθος απάντηση είτε δεν έδωσαν καμία απάντηση.
Τι άλλα στοιχεία διαβάζουν οι καταναλωτές;
Τα συστατικά των προϊόντων (56%) και τις διατροφικές πληροφορίες (33%). Μάλιστα, από τα συστατικά των προϊόντων δήλωσαν ότι διαβάζουν περισσότερο τα συντηρητικά (18%) και τα «Έψιλον» (12%), ενώ από τις διατροφικές πληροφορίες τα λιπαρά (13%) και τις θερμίδες (12%).
Ποιες είναι οι πληροφορίες που επηρεάζουν αρνητικά τους καταναλωτές στην αγορά προϊόντων;
Τα πολυσυζητημένα «Ε» (συντηρητικά, χρωστικές, κ.ά.) βρίσκονται ψηλά στη λίστα, αφού 6 στους 10 ερωτηθέντες δήλωσαν ότι επηρεάζονται αρνητικά από την αναγραφή τους. Η υψηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά και η ύπαρξη γενετικά τροποποιημένων συστατικών αποτελούν επίσης στοιχεία που δρουν αρνητικά στην επιλογή ενός προϊόντος (28 και 12%, αντίστοιχα). Στοιχεία που επηρεάζουν θετικά τον καταναλωτή είναι η αναγραφή βιταμινών (27%), λιπαρών (15%), θερμίδων (13%) και πρωτεϊνών (12%).
Εμπιστεύονται οι καταναλωτές τις πληροφορίες που υπάρχουν στις ετικέτες;
Οι καταναλωτές έχουν πολλά ερωτηματικά για το κατά πόσο οι ετικέτες αποτυπώνουν την αλήθεια για τα προϊόντα. Ο βαθμός εμπιστοσύνης τους εξαρτάται από το είδος της πληροφορίας.
Για παράδειγμα, όταν το προϊόν φέρει πληροφορία σχετική με την ελληνικότητά του, αυτήν την εμπιστεύονται -αρκετά έως πολύ- το 64% των ερωτηθέντων, ποσοστό σχετικά χαμηλό, αν και είναι το υψηλότερο που σημειώθηκε.
Σε ό, τι αφορά διατροφικούς ισχυρισμούς για θρεπτικά συστατικά (βιταμίνες, ασβέστιο, χωρίς ζάχαρη) και τις πληροφορίες για φρέσκο και βιολογικό προϊόν, η εμπιστοσύνη των καταναλωτών πέφτει στο 50%, ενώ σε πληροφορίες που σχετίζονται με ισχυρισμούς για χαμηλά λιπαρά, ισχυρισμούς υγείας, απουσία προσθέτων («Έψιλον») και γενετικά τροποποιημένων συστατικών, η εμπιστοσύνη πέφτει σε ποσοστό 40% και χαμηλότερα.
Τι γίνεται με τα χύμα προϊόντα που πολλοί αγοράζουν, χωρίς να μπορούν να ενημερωθούν γι’ αυτά μέσω της ετικέτας;
Οι 6 στους 10 από αυτούς που διαβάζουν έστω και σπάνια τις ετικέτες αγοράζουν χύμα προϊόντα και είναι μεγάλο το ποσοστό αυτών (81%) που δηλώνουν ότι παρόλο που δεν υπάρχουν ετικέτες στα προϊόντα αυτά, ενημερώνονται για τα συστατικά τους.
Με ποιο τρόπο;
Οι μισοί δήλωσαν ότι ενημερώνονται από τον παραγωγό και 1 στους 3 από τον πωλητή.
Το παράδοξο είναι ότι η απουσία της ετικέτας δεν αποτελεί εμπόδιο για την αγορά χύμα προϊόντων. Επομένως φαίνεται ότι λειτουργούν άλλα κριτήρια για την αγορά τους, όπως η εμπιστοσύνη προς τον παραγωγό ή τον πωλητή των προϊόντων αυτών, που πιθανά είναι μειωμένη στην περίπτωση των συσκευασμένων τροφίμων.
Ποια στοιχεία των ετικετών μπερδεύουν τους καταναλωτές;
Δικαιολογημένα τη μεγαλύτερη δυσκολία αντιμετωπίζουν οι καταναλωτές στην κατανόηση συστατικών των τροφίμων που αναγράφονται με τη χημική τους ορολογία. Έτσι, πρόσθετα όπως οι γαλακτοματωποιητές, τα μέσα οξίνισης και το τροποποιημένο άμυλο είναι τα πλέον δυσνόητα, αφού λιγότεροι από 4 στους 10 δηλώνουν ότι τα κατανοούν. Άλλες έννοιες, επίσης δυσνόητες, είναι τα γενετικά τροποποιημένα συστατικά και τα υδρογονωμένα λιπαρά.
Πολύς λόγος γίνεται τελευταία για τον πίνακα της ενδεικτικής ημερήσιας πρόσληψης, γνωστής και ως GDA. Τι είναι και πώς αντιλαμβάνονται τον πίνακα αυτόν οι καταναλωτές;
Υπάρχει σύγχυση μεταξύ του πίνακα των Ενδεικτικών Ημερήσιων Προσλήψεων (GDA) που αφορά τα ποσοστά κάποιων σημαντικών θρεπτικών συστατικών (όπως της ενέργειας, των λιπαρών, των κορεσμένων λιπαρών, των σακχάρων και του νατρίου) που λαμβάνονται από μια μερίδα του προϊόντος και του πίνακα της Συνιστώμενης Ημερήσιας Παροχής (ΣΗΠ), που αναφέρεται σε ποσοστά βιταμινών και ανόργανων στοιχείων που λαμβάνονται από συγκεκριμένη ποσότητα προϊόντος.
Οι 2 στους 10 δήλωσαν ότι δεν γνωρίζουν τη διαφορά ανάμεσα στους πίνακες GDA και ΣΗΠ, ενώ σε ποσοστό 11% απάντησαν ότι δεν υπάρχει καμία διαφορά. Από τους υπόλοιπους ερωτηθέντες που ανέφεραν ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ GDA και ΣΗΠ, κανένας δεν απάντησε απόλυτα σωστά.
Και οι δυο πληροφορίες, όμως, είναι πολύ σημαντικές και χρήσιμες για τους καταναλωτές, αφού τους βοηθούν να αξιολογήσουν τη θρεπτική αξία των τροφίμων που καταναλώνουν. Συνεπώς θα πρέπει αρχικά να τα προσέξουν πάνω στη συσκευασία και στη συνέχεια να τα κατανοήσουν, με τη βοήθεια των επεξηγήσεων που αναγράφονται στην ετικέτα.
Δίνουν οι επιχειρήσεις επαρκείς πληροφορίες στις συσκευασίες των τροφίμων;
Με βάση μια δεύτερη έρευνα αγοράς που διεξήγαγε το ΙΑΔ, στην οποία καταγράφηκαν οι πληροφορίες των ετικετών 94 προϊόντων που αποτελούν βασικά είδη διατροφής ή σνακ (από 16 διαφορετικές κατηγορίες τροφίμων) από τις 34 μεγαλύτερες στην κατηγορία τους εταιρείες, φάνηκε ότι σε ποσοστό μεγαλύτερο του 55% των προϊόντων, αναγράφονται διατροφικές πληροφορίες, που δεν αποτελούν νομοθετική υποχρέωση των εταιρειών, αλλά εθελοντική κίνηση, με στόχο την προσφορά περισσότερης πληροφόρησης στον καταναλωτή.
Επιπλέον από την έρευνα προέκυψε ότι οι περισσότερες από τις μισές συσκευασίες (52%) περιείχαν, επίσης κατόπιν εθελοντικής κίνησης, και τον πρόσθετο πληροφοριακό πίνακα των Ενδεικτικών Ημερήσιων Προσλήψεων (GDA). Στη συντριπτική πλειοψηφία τους (σχεδόν 8 στους 10), μάλιστα, οι ερωτηθέντες στην έρευνα καταναλωτών του ΙΑΔ απάντησαν ότι είναι ικανοποιημένοι από το πλήθος των πληροφοριών στις ετικέτες των τροφίμων και δεν περιμένουν να αναγραφεί κάτι επιπλέον από αυτά που ήδη αναγράφονται.
Το ΙΑΔ αξιοποιώντας τα αποτελέσματα αυτά και πιστεύοντας ότι η εκπαίδευση μπορεί να βοηθήσει τους καταναλωτές να καταλάβουν την αξία των ετικετών για την επιλογή καλύτερων προϊόντων, έχει εντάξει στο πλαίσιο των εκπαιδευτικών του προγραμμάτων για τα παιδιά και τους εφήβους δραστηριότητες που διδάσκουν στα παιδιά πώς να διαβάζουν και να κατανοούν τις ετικέτες των τροφίμων. Στόχος είναι να γίνει ένα πρώτο αλλά ουσιαστικό βήμα, έτσι ώστε οι ετικέτες των τροφίμων να γίνουν «Σύμμαχος στις Επιλογές μας».
Η έρευνα έγινε σε συνεργασία με την εταιρεία tnsicap σε αντιπροσωπευτικό δείγμα 1.200 ατόμων, ηλικίας 15-65 ετών.
Τα αποτελέσματα της έρευνας θα παρουσιαστούν σε ειδική ημερίδα, στην οποία θα συμμετέχουν επιστήμονες από όλους τους εμπλεκόμενους με την επισήμανση των τροφίμων φορείς (Ευρωπαϊκή Ένωση, κρατικοί φορείς-ΕΦΕΤ, Γενικό Χημείο του Κράτους-, βιομηχανία τροφίμων, μικρομεσαίες επιχειρήσεις, καταναλωτικές οργανώσεις, σύλλογος διαιτολόγων).
Ας δούμε όμως αναλυτικά τα κυριότερα συμπεράσματα της έρευνας:
Διαβάζουν οι Έλληνες καταναλωτές τις ετικέτες των τροφίμων, ειδικά στην περίπτωση που αλλάζουν μάρκα ή αγοράζουν ένα προϊόν για πρώτη φορά;
Δυστυχώς τα ευρήματα της έρευνας έδειξαν ότι ένα μεγάλο ποσοστό (44%) δεν τις διαβάζουν ποτέ ή τις διαβάζουν μερικές φορές. Το ποσοστό αυτό είναι ιδιαίτερα υψηλό αν λάβουμε υπόψη μας ότι είναι αναμενόμενο να διαβάζει κάποιος την ετικέτα τουλάχιστον την πρώτη φορά που αγοράζει ένα προϊόν ή όταν αλλάζει μάρκα. Για ποιους λόγους δεν τις διαβάζουν;
Οι κύριοι λόγοι που δεν διαβάζουν τις ετικέτες είναι επειδή: θεωρούν ότι δεν τους αφορούν (45%), δεν έχουν τον απαιτούμενο χρόνο (31%) και δεν τις καταλαβαίνουν (17%).
Τι προσέχουν περισσότερο στις ετικέτες;
Την παράσταση έκλεψε η ημερομηνία λήξης, αφού 7 στους 10 ερωτηθέντες δήλωσαν ότι την διαβάζουν. Παρόλο, όμως, που αποτελεί το δημοφιλέστερο και πιο αναγνωρίσιμο στοιχείο μιας ετικέτας τροφίμων, από την έρευνα προκύπτει ότι δεν την κατανοούν και τόσο καλά.
Σε ειδικότερη ερώτηση σχετικά με το αν υπάρχει διαφορά μεταξύ της ημερομηνίας λήξης και της ένδειξης «ανάλωση κατά προτίμηση πριν από…», μόλις 4 στους 10 δήλωσαν ότι υπάρχει διαφορά και από αυτούς το 42% είτε έδωσαν λάθος απάντηση είτε δεν έδωσαν καμία απάντηση.
Τι άλλα στοιχεία διαβάζουν οι καταναλωτές;
Τα συστατικά των προϊόντων (56%) και τις διατροφικές πληροφορίες (33%). Μάλιστα, από τα συστατικά των προϊόντων δήλωσαν ότι διαβάζουν περισσότερο τα συντηρητικά (18%) και τα «Έψιλον» (12%), ενώ από τις διατροφικές πληροφορίες τα λιπαρά (13%) και τις θερμίδες (12%).
Ποιες είναι οι πληροφορίες που επηρεάζουν αρνητικά τους καταναλωτές στην αγορά προϊόντων;
Τα πολυσυζητημένα «Ε» (συντηρητικά, χρωστικές, κ.ά.) βρίσκονται ψηλά στη λίστα, αφού 6 στους 10 ερωτηθέντες δήλωσαν ότι επηρεάζονται αρνητικά από την αναγραφή τους. Η υψηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά και η ύπαρξη γενετικά τροποποιημένων συστατικών αποτελούν επίσης στοιχεία που δρουν αρνητικά στην επιλογή ενός προϊόντος (28 και 12%, αντίστοιχα). Στοιχεία που επηρεάζουν θετικά τον καταναλωτή είναι η αναγραφή βιταμινών (27%), λιπαρών (15%), θερμίδων (13%) και πρωτεϊνών (12%).
Εμπιστεύονται οι καταναλωτές τις πληροφορίες που υπάρχουν στις ετικέτες;
Οι καταναλωτές έχουν πολλά ερωτηματικά για το κατά πόσο οι ετικέτες αποτυπώνουν την αλήθεια για τα προϊόντα. Ο βαθμός εμπιστοσύνης τους εξαρτάται από το είδος της πληροφορίας.
Για παράδειγμα, όταν το προϊόν φέρει πληροφορία σχετική με την ελληνικότητά του, αυτήν την εμπιστεύονται -αρκετά έως πολύ- το 64% των ερωτηθέντων, ποσοστό σχετικά χαμηλό, αν και είναι το υψηλότερο που σημειώθηκε.
Σε ό, τι αφορά διατροφικούς ισχυρισμούς για θρεπτικά συστατικά (βιταμίνες, ασβέστιο, χωρίς ζάχαρη) και τις πληροφορίες για φρέσκο και βιολογικό προϊόν, η εμπιστοσύνη των καταναλωτών πέφτει στο 50%, ενώ σε πληροφορίες που σχετίζονται με ισχυρισμούς για χαμηλά λιπαρά, ισχυρισμούς υγείας, απουσία προσθέτων («Έψιλον») και γενετικά τροποποιημένων συστατικών, η εμπιστοσύνη πέφτει σε ποσοστό 40% και χαμηλότερα.
Τι γίνεται με τα χύμα προϊόντα που πολλοί αγοράζουν, χωρίς να μπορούν να ενημερωθούν γι’ αυτά μέσω της ετικέτας;
Οι 6 στους 10 από αυτούς που διαβάζουν έστω και σπάνια τις ετικέτες αγοράζουν χύμα προϊόντα και είναι μεγάλο το ποσοστό αυτών (81%) που δηλώνουν ότι παρόλο που δεν υπάρχουν ετικέτες στα προϊόντα αυτά, ενημερώνονται για τα συστατικά τους.
Με ποιο τρόπο;
Οι μισοί δήλωσαν ότι ενημερώνονται από τον παραγωγό και 1 στους 3 από τον πωλητή.
Το παράδοξο είναι ότι η απουσία της ετικέτας δεν αποτελεί εμπόδιο για την αγορά χύμα προϊόντων. Επομένως φαίνεται ότι λειτουργούν άλλα κριτήρια για την αγορά τους, όπως η εμπιστοσύνη προς τον παραγωγό ή τον πωλητή των προϊόντων αυτών, που πιθανά είναι μειωμένη στην περίπτωση των συσκευασμένων τροφίμων.
Ποια στοιχεία των ετικετών μπερδεύουν τους καταναλωτές;
Δικαιολογημένα τη μεγαλύτερη δυσκολία αντιμετωπίζουν οι καταναλωτές στην κατανόηση συστατικών των τροφίμων που αναγράφονται με τη χημική τους ορολογία. Έτσι, πρόσθετα όπως οι γαλακτοματωποιητές, τα μέσα οξίνισης και το τροποποιημένο άμυλο είναι τα πλέον δυσνόητα, αφού λιγότεροι από 4 στους 10 δηλώνουν ότι τα κατανοούν. Άλλες έννοιες, επίσης δυσνόητες, είναι τα γενετικά τροποποιημένα συστατικά και τα υδρογονωμένα λιπαρά.
Πολύς λόγος γίνεται τελευταία για τον πίνακα της ενδεικτικής ημερήσιας πρόσληψης, γνωστής και ως GDA. Τι είναι και πώς αντιλαμβάνονται τον πίνακα αυτόν οι καταναλωτές;
Υπάρχει σύγχυση μεταξύ του πίνακα των Ενδεικτικών Ημερήσιων Προσλήψεων (GDA) που αφορά τα ποσοστά κάποιων σημαντικών θρεπτικών συστατικών (όπως της ενέργειας, των λιπαρών, των κορεσμένων λιπαρών, των σακχάρων και του νατρίου) που λαμβάνονται από μια μερίδα του προϊόντος και του πίνακα της Συνιστώμενης Ημερήσιας Παροχής (ΣΗΠ), που αναφέρεται σε ποσοστά βιταμινών και ανόργανων στοιχείων που λαμβάνονται από συγκεκριμένη ποσότητα προϊόντος.
Οι 2 στους 10 δήλωσαν ότι δεν γνωρίζουν τη διαφορά ανάμεσα στους πίνακες GDA και ΣΗΠ, ενώ σε ποσοστό 11% απάντησαν ότι δεν υπάρχει καμία διαφορά. Από τους υπόλοιπους ερωτηθέντες που ανέφεραν ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ GDA και ΣΗΠ, κανένας δεν απάντησε απόλυτα σωστά.
Και οι δυο πληροφορίες, όμως, είναι πολύ σημαντικές και χρήσιμες για τους καταναλωτές, αφού τους βοηθούν να αξιολογήσουν τη θρεπτική αξία των τροφίμων που καταναλώνουν. Συνεπώς θα πρέπει αρχικά να τα προσέξουν πάνω στη συσκευασία και στη συνέχεια να τα κατανοήσουν, με τη βοήθεια των επεξηγήσεων που αναγράφονται στην ετικέτα.
Δίνουν οι επιχειρήσεις επαρκείς πληροφορίες στις συσκευασίες των τροφίμων;
Με βάση μια δεύτερη έρευνα αγοράς που διεξήγαγε το ΙΑΔ, στην οποία καταγράφηκαν οι πληροφορίες των ετικετών 94 προϊόντων που αποτελούν βασικά είδη διατροφής ή σνακ (από 16 διαφορετικές κατηγορίες τροφίμων) από τις 34 μεγαλύτερες στην κατηγορία τους εταιρείες, φάνηκε ότι σε ποσοστό μεγαλύτερο του 55% των προϊόντων, αναγράφονται διατροφικές πληροφορίες, που δεν αποτελούν νομοθετική υποχρέωση των εταιρειών, αλλά εθελοντική κίνηση, με στόχο την προσφορά περισσότερης πληροφόρησης στον καταναλωτή.
Επιπλέον από την έρευνα προέκυψε ότι οι περισσότερες από τις μισές συσκευασίες (52%) περιείχαν, επίσης κατόπιν εθελοντικής κίνησης, και τον πρόσθετο πληροφοριακό πίνακα των Ενδεικτικών Ημερήσιων Προσλήψεων (GDA). Στη συντριπτική πλειοψηφία τους (σχεδόν 8 στους 10), μάλιστα, οι ερωτηθέντες στην έρευνα καταναλωτών του ΙΑΔ απάντησαν ότι είναι ικανοποιημένοι από το πλήθος των πληροφοριών στις ετικέτες των τροφίμων και δεν περιμένουν να αναγραφεί κάτι επιπλέον από αυτά που ήδη αναγράφονται.
Το ΙΑΔ αξιοποιώντας τα αποτελέσματα αυτά και πιστεύοντας ότι η εκπαίδευση μπορεί να βοηθήσει τους καταναλωτές να καταλάβουν την αξία των ετικετών για την επιλογή καλύτερων προϊόντων, έχει εντάξει στο πλαίσιο των εκπαιδευτικών του προγραμμάτων για τα παιδιά και τους εφήβους δραστηριότητες που διδάσκουν στα παιδιά πώς να διαβάζουν και να κατανοούν τις ετικέτες των τροφίμων. Στόχος είναι να γίνει ένα πρώτο αλλά ουσιαστικό βήμα, έτσι ώστε οι ετικέτες των τροφίμων να γίνουν «Σύμμαχος στις Επιλογές μας».
Και μιας και μιλάμε για ετικέτες, να δούμε τι ισχύει στις δικές μας, τις μελισσοκομικές.
Νομοθεσία ετικέτας μελιού.
Σε ένα βάζο με μέλι, η ετικέτα του πρέπει να αναγράφει υποχρεωτικά, σύμφωνα με την νομοθεσία, μια σειρά στοιχείων που είναι:
1) Η ονομασία πώλησης, που αποτελεί την περιγραφή του προϊόντος (π.χ. «μέλι ανθέων», «μέλι μελιτώματος», «διηθημένο μέλι» κ.λπ.).
Οι ονομασίες αυτές μπορεί να αντικατασταθούν από την απλή ονομασία του προϊόντος «μέλι», εκτός αν πρόκειται για «διηθημένο μέλι», «μέλι κηρήθρας», «μέλι με τεμάχια κηρήθρας» ή «τεμάχια κηρήθρας με μέλι» και «μέλι ζαχαροπλαστικής». Στην περίπτωση μελιού ζαχαροπλαστικής, αναγράφονται στην ετικέτα, πολύ κοντά στην ονομασία του προϊόντος, οι λέξεις «μόνο για μαγειρική». Η ονομασία του προϊόντος, εκτός αν πρόκειται για διηθημένο μέλι και μέλι ζαχαροπλαστικής, μπορεί να συμπληρώνεται με πληροφορίες που αφορούν τη φυτική προέλευση ή την προέλευση από άνθη, αν το προϊόν προέρχεται εξ ολοκλήρου ή κυρίως από την αναφερόμενη πηγή προέλευσης και αν διαθέτει τα οργανοληπτικά φυσικοχημικά και μικροσκοπικά χαρακτηριστικά της πηγής προέλευσης, καθώς και τη προέλευση από μια συγκεκριμένη περιοχή, έδαφος ή τοποθεσία, αν το προϊόν προέρχεται εξ ολοκλήρου από την αναφερόμενη πηγή. Οι φυσικοχημικές παράμετροι των αμιγών τύπων ελληνικών μελιών, ορίζονται με την Απόφαση Ανώτατου Χημικού Συμβουλίου 127/2004, ΦΕΚ 239/Β/23-2-05.
2) Το καθαρό βάρος. Προσοχή, το μέλι στη λιανική πώληση, δεν μπορεί να υπερβαίνει το 1 κιλό καθαρό βάρος.
3) Την ημερομηνία λήξης. Στην ετικέτα ο παραγωγός υποχρεούται να γράφει «Ανάλωση κατά προτίμηση πριν από το τέλος...(έτος)». Για ημερομηνία λήξης πάνω από 18 μήνες, δε χρειάζεται πλήρης ημερομηνία αλλά μόνο έτος. Προσοχή, ο χρόνος ελάχιστης διατήρησης για το μέλι δε μπορεί να υπερβαίνει τα 3 χρόνια. Την ημερομηνία την προβλέπει ο παραγωγός κι εγγυάται πως, αν το μέλι ελεγχθεί προ της λήξης της, θα είναι εντός των αγορανομικών ορίων.
4) Το όνομα ή την εμπορική επωνυμία και τη διεύθυνση του παρασκευαστή ή του συσκευαστή.
5) Τη χώρα προέλευσης. Στην προκειμένη περίπτωση «Ελληνικό προϊόν». Αν το μέλι προέρχεται από τουλάχιστον δύο κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης να υπάρχει η ένδειξη: «μείγμα μελιών Ε.Ε.», και «μείγμα μελιών εκτός Ε.Ε.» ή «μείγμα μελιών Ε.Ε. και εκτός Ε.Ε.» όταν περιέχει μέλι από τρίτες χώρες.
6) Αν υπάρχουν, τις ιδιαίτερες συνθήκες συντήρησης και χρήσης.
7) Την παρτίδα παραγωγής ή τον αριθμό παρτίδας και τον χώρο παραγωγής του (αριθμός L), ιχνηλασιμότητα προϊόντος. Ο αριθμός αυτός είναι κωδικοποιημένος από τον παραγωγό και αφορά το σύνολο των συσκευασιών που παρήχθησαν σε συνθήκες πανομοιότυπες.
Όλες οι παραπάνω ενδείξεις πρέπει να αναγράφονται τουλάχιστο στην Ελληνική γλώσσα, σε εμφανές μέρος της συσκευασίας, να είναι ευανάγνωστες και ανεξίτηλες. Προσοχή γενικά στα αναγραφόμενα της ετικέτας γιατί απαγορεύεται η χρήση ορισμένων χαρακτηρισμών όπως π.χ. «αγνό» μέλι κ.λ.π.
Νομοθεσία ετικέτας μελιού.
Σε ένα βάζο με μέλι, η ετικέτα του πρέπει να αναγράφει υποχρεωτικά, σύμφωνα με την νομοθεσία, μια σειρά στοιχείων που είναι:
1) Η ονομασία πώλησης, που αποτελεί την περιγραφή του προϊόντος (π.χ. «μέλι ανθέων», «μέλι μελιτώματος», «διηθημένο μέλι» κ.λπ.).
Οι ονομασίες αυτές μπορεί να αντικατασταθούν από την απλή ονομασία του προϊόντος «μέλι», εκτός αν πρόκειται για «διηθημένο μέλι», «μέλι κηρήθρας», «μέλι με τεμάχια κηρήθρας» ή «τεμάχια κηρήθρας με μέλι» και «μέλι ζαχαροπλαστικής». Στην περίπτωση μελιού ζαχαροπλαστικής, αναγράφονται στην ετικέτα, πολύ κοντά στην ονομασία του προϊόντος, οι λέξεις «μόνο για μαγειρική». Η ονομασία του προϊόντος, εκτός αν πρόκειται για διηθημένο μέλι και μέλι ζαχαροπλαστικής, μπορεί να συμπληρώνεται με πληροφορίες που αφορούν τη φυτική προέλευση ή την προέλευση από άνθη, αν το προϊόν προέρχεται εξ ολοκλήρου ή κυρίως από την αναφερόμενη πηγή προέλευσης και αν διαθέτει τα οργανοληπτικά φυσικοχημικά και μικροσκοπικά χαρακτηριστικά της πηγής προέλευσης, καθώς και τη προέλευση από μια συγκεκριμένη περιοχή, έδαφος ή τοποθεσία, αν το προϊόν προέρχεται εξ ολοκλήρου από την αναφερόμενη πηγή. Οι φυσικοχημικές παράμετροι των αμιγών τύπων ελληνικών μελιών, ορίζονται με την Απόφαση Ανώτατου Χημικού Συμβουλίου 127/2004, ΦΕΚ 239/Β/23-2-05.
2) Το καθαρό βάρος. Προσοχή, το μέλι στη λιανική πώληση, δεν μπορεί να υπερβαίνει το 1 κιλό καθαρό βάρος.
3) Την ημερομηνία λήξης. Στην ετικέτα ο παραγωγός υποχρεούται να γράφει «Ανάλωση κατά προτίμηση πριν από το τέλος...(έτος)». Για ημερομηνία λήξης πάνω από 18 μήνες, δε χρειάζεται πλήρης ημερομηνία αλλά μόνο έτος. Προσοχή, ο χρόνος ελάχιστης διατήρησης για το μέλι δε μπορεί να υπερβαίνει τα 3 χρόνια. Την ημερομηνία την προβλέπει ο παραγωγός κι εγγυάται πως, αν το μέλι ελεγχθεί προ της λήξης της, θα είναι εντός των αγορανομικών ορίων.
4) Το όνομα ή την εμπορική επωνυμία και τη διεύθυνση του παρασκευαστή ή του συσκευαστή.
5) Τη χώρα προέλευσης. Στην προκειμένη περίπτωση «Ελληνικό προϊόν». Αν το μέλι προέρχεται από τουλάχιστον δύο κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης να υπάρχει η ένδειξη: «μείγμα μελιών Ε.Ε.», και «μείγμα μελιών εκτός Ε.Ε.» ή «μείγμα μελιών Ε.Ε. και εκτός Ε.Ε.» όταν περιέχει μέλι από τρίτες χώρες.
6) Αν υπάρχουν, τις ιδιαίτερες συνθήκες συντήρησης και χρήσης.
7) Την παρτίδα παραγωγής ή τον αριθμό παρτίδας και τον χώρο παραγωγής του (αριθμός L), ιχνηλασιμότητα προϊόντος. Ο αριθμός αυτός είναι κωδικοποιημένος από τον παραγωγό και αφορά το σύνολο των συσκευασιών που παρήχθησαν σε συνθήκες πανομοιότυπες.
Όλες οι παραπάνω ενδείξεις πρέπει να αναγράφονται τουλάχιστο στην Ελληνική γλώσσα, σε εμφανές μέρος της συσκευασίας, να είναι ευανάγνωστες και ανεξίτηλες. Προσοχή γενικά στα αναγραφόμενα της ετικέτας γιατί απαγορεύεται η χρήση ορισμένων χαρακτηρισμών όπως π.χ. «αγνό» μέλι κ.λ.π.
πηγές: www.cosmo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου